ενθαλασσεύω

ενθαλασσεύω
ἐνθαλασσεύω και αττ. τ. ἐνθαλαττεύω (Α)
1. ζω μέσα στη θάλασσα, είμαι θαλάσσιος
2. είμαι, βρίσκομαι στη θάλασσα, πλέω, ταξιδεύω
3. μτφ. βρίσκομαι σε αμηχανία συναντώντας δύσκολες περιστάσεις, πελαγώνω («ἐνθαλαττεύων τε [ο ανθρώπινος νους] εἰλιγγία τῷ ζόφῳ τῆς καταιγίδος», Κλήμ. Αλεξ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐνθαλασσεύοντας — ἐνθαλασσεύω live at sea pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθαλασσεύουσα — ἐνθαλασσεύω live at sea pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”